περιφαίνω

Revision as of 11:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

French (Bailly abrégé)

montrer tout autour ; Pass.
1 être apparent ou visible de tous les côtés : ἐν περιφαινομένῳ OD dans un lieu découvert et visible de toutes parts;
2 être éclairé et lumineux de toutes parts.
Étymologie: περί, φαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. επιδεικνύω, εμφανίζω γύρω γύρω
2. μέσ. περιφαίνομαι
α) φαίνομαι από παντού, είμαι περίοπτος
β) λάμπω από παντού, είμαι ολόλαμπρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-φαίνω, med.-pass. van alle kanten zichtbaar zijn.