ολόλαμπρος

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁλόλαμπρος, -ον)
πολύ λαμπρός, λουσμένος στο φως, ολοφώτεινος, κατάφωτος.