ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
-η, -ο (Α ὁλόλαμπρος, -ον)πολύ λαμπρός, λουσμένος στο φως, ολοφώτεινος, κατάφωτος.