Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
Menander, Monostichoi, 443Greek (Liddell-Scott)
ἥσῠχα: οὐδ. πληθ. τοῦ ἥσυχος (ὃ ἴδε), ὡς ἐπίρρ.
Greek Monotonic
ἥσῠχα: ουδ. πληθ. του ἥσυχος, ως επίρρ.
Russian (Dvoretsky)
ἥσῠχα: дор. ἅσυχα (ᾱσ) adv. спокойно (Theocr. - v. l. ἅσυχε).