ὀψίγαμος

Revision as of 11:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ὁ, ἡ,

   A late-married, Vett.Val.118.23, prob. f.l. in Plu.2.493e.

German (Pape)

[Seite 432] spät heirathend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίγᾰμος: ὁ, ἡ, ὁ ἀργά, ὀψίμως νυμφευθείς, εἰς γάμον ἐλθών, Πλούτ. 2. 493Ε.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
marié tard.
Étymologie: ὀψέ, γάμος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀψίγαμος, -η, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) παντρεμένος σε προχωρημένη ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + γάμος.

Russian (Dvoretsky)

ὀψίγᾰμος: ου (ῐ) adj. m и f поздно вступивший в брак Plut.