συμπαρήκω

Revision as of 11:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A to be present together with, accompany, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Plu. 2.1024c = 1032b.

German (Pape)

[Seite 985] sich daneben erstrecken, Plut. de procreat. an. 24.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρήκω: εἶμαι παρὼν μετά τινος, συνοδεύω τινά, τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον σ. Πλούτ. 2. 1024C, πρβλ. 1032Β.

French (Bailly abrégé)

se présenter ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρήκω.

Greek Monolingual

Α
συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»].

Greek Monolingual

Α
συνυπάρχω, συνοδεύω («τῷ αἰσθητῷ τὸ αἰσθανόμενον συμπαρήκει», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρήκω «βρίσκομαι κοντά, περνώ»].

Russian (Dvoretsky)

συμπαρήκω: одновременно появляться, сопутствовать (τινί Plut.).