προδοτικῶς
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
French (Bailly abrégé)
adv.
par trahison.
Étymologie: προδοτικός.
Russian (Dvoretsky)
προδοτικῶς: предательски Luc.
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
adv.
par trahison.
Étymologie: προδοτικός.
προδοτικῶς: предательски Luc.