ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion
μελῐτοῦττα: ἴδε μελιτόεις ΙΙ.
v. μελιτόεις.
μελῐτοῦττα: βλ. μελιττόεις II.
μελιτοῦττα: атт. Luc. = μελιτοῦσσα (f к μελιτοῦς).