τὸν ἴδιον κίνδυνον ὑποθείς → at his own risk
Source
Greek (Liddell-Scott)
στρέψασκον: ἴδε στρέφω.
French (Bailly abrégé)
ao. itér. épq. de στρέφω.
English (Autenrieth)
see στρέφω.
Greek Monotonic
στρέψασκον: Επικ. παρατ. του στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
στρέψασκον: эп. aor. iter. к στρέφω.