ἕως τοῦ ἔξω τόπου περισπᾶται → be drawn away and expanded
v. κράζω.
κέκρᾱγα: παρακ. του κράζω.
κέκρᾱγα: pf. к κράζω.
κέκραγα perf. act. van κράζω.