κατειλίχατο

From LSJ
Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355

French (Bailly abrégé)

v. καθελίσσω.

Greek Monotonic

κατειλίχᾰτο: Ιων. αντί καθειλιγμένοι ἦσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του καθελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

κατειλίχατο: Her. 3 л. pl. ppf. pass. к καθελίσσω.