τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
v. καθελίσσω.
κατειλίχᾰτο: Ιων. αντί καθειλιγμένοι ἦσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του καθελίσσω.
κατειλίχατο: Her. 3 л. pl. ppf. pass. к καθελίσσω.
κατειλίχατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καθελίττω.