κατειλίχατο

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

French (Bailly abrégé)

v. καθελίσσω.

Greek Monotonic

κατειλίχᾰτο: Ιων. αντί καθειλιγμένοι ἦσαν, γʹ πληθ. υπερσ. του καθελίσσω.

Russian (Dvoretsky)

κατειλίχατο: Her. 3 л. pl. ppf. pass. к καθελίσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατειλίχατο Ion. indic. plqperf. med. 3 plur. van καθελίττω.