δοριπετής

Revision as of 13:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ές, (πίπτω)

   A fallen by the spear, πεσήματα, ἀγωνία δ., death by the spear, E.Andr.653, Tr.1003.

German (Pape)

[Seite 658] ές, durch den Speer im Kampfe gefallen; πεσήματα Eur. Andr. 654; ἀγωνία, ein Kampf, in dem viele durch den Speer fallen, Tr. 1003.

Greek (Liddell-Scott)

δορῐπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πεσὼν διὰ τοῦ δόρατος, πεσήματα, ἀγωνία δ., θάνατος διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἀνδρ. 653, Τρῳ. 1003,

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui tombe frappé de la lance.
Étymologie: δόρυ, πίπτω.

Spanish (DGE)

(δορῐπετής) -ές
causado por la lanza, por la guerra πεσήματα ... πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν E.Andr.653, ἀγωνία E.Tr.1003, φόνος E.Cyc.305, cf. Lyr.Alex.Adesp.SHell.991.95.

Greek Monolingual

δοριπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από πλήγμα δόρατος.

Greek Monotonic

δορῐπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από δόρυ, σκοτώθηκε από δόρυ, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δοριπετής: павший от копья, сраженный в бою (πεσήματα Eur.): δ. ἀγωνία Eur. смертный бой.