δοριπετής
English (LSJ)
ές, (πίπτω)
A fallen by the spear, πεσήματα, ἀγωνία δ., death by the spear, E.Andr.653, Tr.1003.
German (Pape)
[Seite 658] ές, durch den Speer im Kampfe gefallen; πεσήματα Eur. Andr. 654; ἀγωνία, ein Kampf, in dem viele durch den Speer fallen, Tr. 1003.
Greek (Liddell-Scott)
δορῐπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πεσὼν διὰ τοῦ δόρατος, πεσήματα, ἀγωνία δ., θάνατος διὰ τοῦ δόρατος, Εὐρ. Ἀνδρ. 653, Τρῳ. 1003,
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui tombe frappé de la lance.
Étymologie: δόρυ, πίπτω.
Spanish (DGE)
(δορῐπετής) -ές
causado por la lanza, por la guerra πεσήματα ... πέπτωκε δοριπετῆ νεκρῶν E.Andr.653, ἀγωνία E.Tr.1003, φόνος E.Cyc.305, cf. Lyr.Alex.Adesp.SHell.991.95.
Greek Monolingual
δοριπετής, -ές (Α)
αυτός που έπεσε από πλήγμα δόρατος.
Greek Monotonic
δορῐπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που έπεσε από δόρυ, σκοτώθηκε από δόρυ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δοριπετής: павший от копья, сраженный в бою (πεσήματα Eur.): δ. ἀγωνία Eur. смертный бой.