ἀναπτέσθαι
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ἀναπέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀναπτέσθαι: inf. aor. 2 к ἀναπέτομαι.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
inf. ao.2 de ἀναπέτομαι.
ἀναπτέσθαι: inf. aor. 2 к ἀναπέτομαι.