γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ao. Act. de ἀπωθέω.
ἀπέωσα: αόρ. αʹ του ἀπωθέω.
ἀπέωσα: aor. к ἀπωθέω.