κειρύλος

From LSJ
Revision as of 14:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

German (Pape)

[Seite 1412] ὁ, bei Ar. Av. 310 komische Verdrehung aus κηρύλος, Eisvogel, mit Anspielung auf κείρω.

Greek (Liddell-Scott)

κειρύλος: ἴδε ἐν λέξ. κηρύλος.

Greek Monolingual

κειρύλος, ὁ (Α)
βλ. κηρύλος.

Greek Monotonic

κειρύλος: ὁ, βλ. κηρύλος.

Russian (Dvoretsky)

κειρύλος: ὁ (шутл. вм. κηρύλος, по созвучию с κείρω) цирюльник Arph.