συνερτικός

From LSJ
Revision as of 14:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνερτικός Medium diacritics: συνερτικός Low diacritics: συνερτικός Capitals: ΣΥΝΕΡΤΙΚΟΣ
Transliteration A: synertikós Transliteration B: synertikos Transliteration C: synertikos Beta Code: sunertiko/s

English (LSJ)

   A v. συνερκτικός.

Greek Monolingual

και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.

Greek Monolingual

και συνερκτικός, -ή, -όν, Α συνείρω
(για ρήτορα) αυτός που συνδέει με δεξιοτεχνία τον λόγο του και κατατροπώνει τον αντίπαλό του.

Russian (Dvoretsky)

συνερτικός: безостановочный, неумолкающий (Arph. - v. l. συνερκτικός).