μαλακύνομαι

From LSJ
Revision as of 15:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monotonic

μᾰλᾰκύνομαι: Παθ., όπως το μαλακίζομαι, υποχωρώ, κάμπτομαι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μᾰλᾰκύνομαι: быть слабым или вялым Xen., Diod.