δεῖος

From LSJ
Revision as of 15:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek (Liddell-Scott)

δεῖος: τό, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ δέος (ὡς κλεῖος ἀντὶ τοῦ κλέος), χλωροὶ ὑπαὶ δείους Ἰλ. Ο. 4.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épq.
c. δέος.

Greek Monotonic

δεῖος: τό, Επικ. αντί δέος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

δεῖος: I только gen. δείους τό Hom. = δέος.
II ὁ дий (один из музыкальных ладов) Plut.