Ἀδράστειος

From LSJ
Revision as of 15:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

English (Slater)

̆αδράστειος
   1 of Adrastos τρὶς μὲν ἐν πόντοιο πύλαισι λαχών, τρὶς δὲ καὶ σεμνοῖς δαπέδοις ἐν Ἀδραστείῳ νόμῳ (τὰ Νέμεα· οἱ γὰρ ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας ἀνενεώσαντο τὰ Νέμεα, ὧν εἷς Ἄδραστος. Σ.) (N. 10.28) ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος (τὰ Πύθια. Σ.) (I. 4.26)

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): Δράστειος BCH 95.1971.958 (Edesa III d.C.)
1 de Adrasto νόμος Pi.N.10.28, ἄεθλοι Pi.I.3/4.44.
2 epít. de Némesis Adrastea τῇ δραστείῳ Θεᾷ Νεμέσι BCH l.c., cf. Ἀδράστεια.

Russian (Dvoretsky)

Ἀδράστειος: адрастов (νόμος Pind.).