ἀκμόνιον

Revision as of 15:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

τό, Dim. of sq., Aesop.413.

German (Pape)

[Seite 75] τό, kleiner Ambos, Aesop. 284.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκμόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Αἴσωπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite enclume.
Étymologie: ἄκμων².

Greek Monolingual

ἀκμόνιον, το (Α)
υποκοριστικό του άκμων.

Greek Monotonic

ἀκμόνιον: τό, υποκορ. του επόμ., σε Αίσωπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκμόνιον: τό наковаленка Aesop.