ἀμεταμελήτως

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
sans regret.
Étymologie: ἀμεταμέλητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμεταμελήτως: не раскаиваясь, без сожаления Aesop.