ἀμεταμελήτως
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
French (Bailly abrégé)
adv.
sans regret.
Étymologie: ἀμεταμέλητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμεταμελήτως: не раскаиваясь, без сожаления Aesop.