ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
ἀμπίπτω: ποιητ. ἀντὶ ἀναπίπτω.
ἀμπίπτω: ποιητ. αντί ἀναπίπτω.
ἀμπίπτω: Aesch. = ἀναπίπτω.