βομβαλοβομβάξ

From LSJ
Revision as of 17:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

German (Pape)

[Seite 453] wie βομβάξ, Ar. Th. 48. 45, kom. Ausruf des Staunens.

Spanish (DGE)

intens. de βομβάξ requetediantre Ar.Th.48.

Greek Monolingual

βομβαλοβομβάξ (Α)
(επιφών. ειρων.) βομβάξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βομβάξ, με αναδιπλασιασμό].

Russian (Dvoretsky)

βομβαλοβομβάξ: Arph. усил. к βομβάξ.