γαιονόμος

From LSJ
Revision as of 17:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαιονόμος Medium diacritics: γαιονόμος Low diacritics: γαιονόμος Capitals: ΓΑΙΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: gaionómos Transliteration B: gaionomos Transliteration C: gaionomos Beta Code: gaiono/mos

English (LSJ)

ον,

   A dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).

Greek (Liddell-Scott)

γαιονόμος: -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, κάτοικος, τεκμήρι’ , ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.

Spanish (DGE)

-ον
que vive en la región, de donde sust. habitante A.Supp.54.

Greek Monolingual

γαιονόμος, -ον (Α)
εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος.

Russian (Dvoretsky)

γαιονόμος: ὁ обитатель земли Aesch.