γλυκύμυθος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A sweetly-spoken, ἔπος ib.5.194 (Id.).
Spanish (DGE)
(γλῠκύμῡθος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
pronunciado dulcemente ἔπος AP 5.195 (Mel.).
Greek Monolingual
γλυκύμυθος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεχθεί με γλυκύτητα («γλυκύμυθον ἔπος»).
Russian (Dvoretsky)
γλυκύμῡθος: нежно говорящий, т. е. кроткий (ἔπος, Anth.).