γραοσόβης

Revision as of 18:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A lover of old women, Ar.Pax812; cf. Sch.ad loc., and v. σοβάς.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, alte Weiber in Bewegung setzend, in obsc. Sinne, Ar. Pax 812.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾱοσόβης: -ου, ὁ, ὁ γραίας διώκων ἢ ἐκφοβίζων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 812.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.
Étymologie: γραῦς, σοβέω.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): γραιο- Sud., Zonar.
1 amante, perseguidor de viejas γραοσόβαι μιαροί Ar.Pax 812, cf. Sch.ad loc., Sud., Zonar.
2 espanta-viejas Sud.l.c.

Greek Monolingual

γραοσόβης, ο (Α)
εραστής γριάς γυναίκας ο οποίος τήν εκμεταλλεύεται οικονομικά.

Greek Monotonic

γρᾱοσόβης: -ου, ὁ (γραῦς, σοβέω), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱοσόβης: ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph.