γραοσόβης

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾱοσόβης Medium diacritics: γραοσόβης Low diacritics: γραοσόβης Capitals: ΓΡΑΟΣΟΒΗΣ
Transliteration A: graosóbēs Transliteration B: graosobēs Transliteration C: graosovis Beta Code: graoso/bhs

English (LSJ)

γραοσόβου, ὁ, lover of old women, Ar.Pax812; cf. Sch.ad loc., and v. σοβάς.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Alolema(s): γραιοσόβης Sud., Zonar.
1 amante de viejas, perseguidor de viejas γραοσόβαι μιαροί Ar.Pax 812, cf. Sch.ad loc., Sud., Zonar.
2 espanta-viejas Sud.l.c.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, alte Weiber in Bewegung setzend, in obsc. Sinne, Ar. Pax 812.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui poursuit les vieilles, coureur de vieilles.
Étymologie: γραῦς, σοβέω.

Russian (Dvoretsky)

γρᾱοσόβης: ου ὁ ирон. гоняющийся за старухами Arph.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾱοσόβης: -ου, ὁ, ὁ γραίας διώκων ἢ ἐκφοβίζων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 812.

Greek Monolingual

γραοσόβης, ο (Α)
εραστής γριάς γυναίκας ο οποίος τήν εκμεταλλεύεται οικονομικά.

Greek Monotonic

γρᾱοσόβης: -ου, ὁ (γραῦς, σοβέω), αυτός που διώκει ή τρομάζει ηλικιωμένες γυναίκες, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

γραῦς, σοβέω
scaring old women, Ar.