δεισιδαιμόνως

Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un sentiment religieux.
Étymologie: δεισιδαίμων.

Greek Monolingual

δεισιδαιμόνως επίρρ. (Α) δεισιδαίμων
με δεισιδαιμονία, με παράλογο φόβο.

Russian (Dvoretsky)

δεισῐδαιμόνως: богобоязненно, благоговейно (πρὸς τοὺς θεούς Luc.).