διαρκῶς
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
French (Bailly abrégé)
d’une manière suffisante, en donnant satisfaction à des besoins.
Étymologie: διαρκής.
Russian (Dvoretsky)
διαρκῶς: в достатке, зажиточно (διαρκέστατα ζῆν εἰς τὸ γῆρας Xen.).