Διρκαῖος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Dirkè.
Étymologie: Δίρκη.
English (Slater)
Διρκαῑος
1 of Dirke κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει, μηδὲ Διρκαίων ὑδάτων ἀὲ μέμνανται, τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα (P. 9.88)
Spanish (DGE)
-α, -ον
I dirceo, de la fuente Dirce en Tebas ὕδατα Pi.P.9.88, ὕδωρ A.Th.308, ῥέεθρα S.Ant.104, ῥεῦμα E.Supp.637.
II subst., bot.
1 ἡ δ. una especie de vencentósigo, Vincentoxicum nigrum (L.) Moench., asclepiadácea sinón. κιρκαία Dsc.3.119, cf. κιρκαία.
2 τὸ δ. quizá Athamanta cretensis L., sinón. δαῦκος Ps.Dsc.3.72.
3 τὸ δ. orovale, Withania somnifera (L.) Dunal, planta solanácea semejante a la hierba mora y a la dulcemora, sinón. ἁλικάκκαβος Ps.Dsc.4.72.
• Etimología: Es difícil saber si la forma antigua fem. para la planta es διρκαία, deriv. de Δίρκη, y κιρκαία ha sido rehecha sobre Κίρκη, o al revés.
Russian (Dvoretsky)
Διρκαῖος: диркейский (ὕδατα Pind.; ὕδωρ Aesch.; κρῆναι Soph.; ῥεῦμα Eur.).