διοδύρομαι

From LSJ
Revision as of 18:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek (Liddell-Scott)

διοδύρομαι: θρηνῶ μεγάλως, μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.

Greek Monolingual

διοδύρομαι (Α) οδύρομαι
θρηνώ γοερά.

Russian (Dvoretsky)

διοδύρομαι: (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).