λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
διοδύρομαι: θρηνῶ μεγάλως, μετ’ αἰτ., Δημ. 1248. 19.
διοδύρομαι (Α) οδύρομαι
θρηνώ γοερά.
διοδύρομαι: (ῡ) горько сетовать, оплакивать (τὴν συμφοράν Dem.).
sehr beklagen, τὴν συμφοράν, Dem. 53.7.