διόγνητος

From LSJ
Revision as of 18:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source

Greek Monolingual

διόγνητος, -ον (Α)
ο διογενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. αντί διογένητος < διο- + -γένητος < γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

διόγνητος: Hes. = διογενής.