ἐκφθίνω

Revision as of 19:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

in Hom. only in 3 plpf. Pass., νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος the wine

   A had all been consumed out of the ships, Od.9.163; νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα 12.329; ἐξέφθινται they have utterly perished, A.Pers.679 (lyr.), 927 (anap.).

German (Pape)

[Seite 785] (s. φθίνω), nur im aor. sync. ἐξεφθίμην, gänzlich vernichtet werden; νηῶν οἶνος, war aus den Schiffen aufgezehrt, Od. 9, 163. 12, 329; ἐξέφθινθ' αἱ νᾶες Aesch. Pers. 679; ἄνδρες 891; sp. D., wie Nic. Th. 331.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφθίνω: παρ᾿ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ γʹ ἑνικῷ τοῦ παθ. ὑπερσ. ἐξέφθιτο, οὐ γάρ πω νηῶν ἐξέφθιτο οἶνος ἐρυθρός, «ἐδεδαπάνητο, ἀνήλωτο» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 163· νηὸς ἐξέφθιτο ἤϊα Μ. 329· ἐξέφθινται, ὅλως κατεστράφησαν, ἔχουσιν ἀφανισθῆ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 679. 927.

French (Bailly abrégé)

épuiser ou ruiner complètement ; Pass. être complètement épuisé ou ruiné, disparaître, périr.
Étymologie: ἐκ, φθίνω.

English (Autenrieth)

only pass. plup. ἐξέφθιτο, had been consumed out of the ships, Od. 9.163 and Od. 12.329.

Greek Monolingual

ἐκφθίνω (Α)
1. καταστρέφομαι εντελώς, εξαφανίζομαι
2. (για πράγματα) αναλίσκομαι, ξοδεύομαι εντελώς.

Greek Monotonic

ἐκφθίνω: [ῐ], σε γʹ ενικ. Παθ. υπερσ., ἐξέφθῐτο οἶνος νηῶν, όλο το κρασί είχε καταναλωθεί έξω από τα καράβια, είχε εξαφανιστεί από τα καράβια, σε Ομήρ. Οδ.· γʹ πληθ. Παθ. παρακ. ἐξέφθινται, έχουν ολοκληρωτικά αφανιστεί, εντελώς καταστραφεί, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφθίνω: губить, уничтожать, только pass. погибать, пропадать (ἐξέφθινται νᾶες Aesch.): ἐξέφθιτο ἤϊα πάντα Hom. все запасы были съедены.