ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
ἐξήραμμαι: ἐξηράνθην, Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ του ξηραίνω.
ἐξήραμμαι: поздн. = ἐξήρασμαι.