γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἐξήραμμαι: ἐξηράνθην, Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ του ξηραίνω.
ἐξήραμμαι: поздн. = ἐξήρασμαι.