ἐξήραμμαι

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monotonic

ἐξήραμμαι: ἐξηράνθην, Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ του ξηραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξήραμμαι: поздн. = ἐξήρασμαι.