ἐπίκλαυτος

Revision as of 20:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ον,

   A tearful, νόμος Ar.Ra.684 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 949] weinerlich, kläglich, ἀηδόνιος νόμος Ar. Ran. 682.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκλαυτος: -ον, «γοερός, θρηνητικὸς» (Σουΐδ.)˙ κελαδεῖ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον Ἀριστοφ. Βάτρ. 684.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lamentable.
Étymologie: ἐπικλάω².

Greek Monolingual

ἐπίκλαυτος, -ον (Α)
θρηνητικός, κλαψιάρικος, ελεγειακός («κελαδεῑ δ’ ἐπίκλαυτον ἀηδόνιον νόμον», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

ἐπίκλαυτος: -ον, θρηνητικός, ένδακρυς, γοερός, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκλαυτος: жалобный, скорбный (νόμος ἀηδόνιος Arph.).