τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
ἐσεσάχατο: ἴδε σάττω.
3ᵉ pl. pqp. Pass. ion. de σάττω.
ἐσεσάχατο: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. υπερσ. του σάττω.
ἐσεσάχατο: ион. 3 л. pl. ppf. pass. к σάττω.