σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ao. épq. de τλάω.
ἐτάλασσα: Επικ. αόρ. αʹ του *τλάω.
ἐτάλασσα: эп. aor. 1 к *τλάω.