ἐσθάς
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (Slater)
ἐσθάς
1 garment ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἁρμόζοισα θαητοῖσι γυίοις, ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους (P. 4.79) γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς (codd.: ἶν coni. Kayser: cf. Simonides, fr. 547 PMG) (P. 4.253)
Russian (Dvoretsky)
ἐσθάς: ᾶτος ἡ Pind. = ἐσθής.