ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
v. θάπτω.
ἐτάφην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του θάπτω.
ἐτάφην: aor. 2 к θάπτω.