ἐτάφην

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

French (Bailly abrégé)

v. θάπτω.

Greek Monotonic

ἐτάφην: [ᾰ], Παθ. αόρ. βʹ του θάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ἐτάφην: aor. 2 к θάπτω.