Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
Menander, Monostichoi, 171English (Slater)
ἐπόπτας
1 one who watches over ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (Leto, Apollo, Artemis) (N. 9.5)
Russian (Dvoretsky)
ἐπόπτας: дор. Pind. = ἐπόπτης.