εὐτηξία
From LSJ
Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant
Greek (Liddell-Scott)
εὐτηξία: ἡ, ἡ περὶ τὴν τῆξιν εὐκολία, τὸ εὐκόλως τήκεσθαι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 50.
Russian (Dvoretsky)
εὐτηξία: ἡ хорошая расплавляемость, плавкость (sc. τοῦ κασσιτέρου Arst.).