ἰθέα
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
German (Pape)
[Seite 1245] ion. = ἰθεῖα, fem. zu ἰθύς.
Greek Monotonic
ἰθέα: Ιων. αντί ἰθεῖα, θηλ. του ἰθύς.
Russian (Dvoretsky)
ἰθέα: ἡ ион. = ἰθεῖα I.