πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
SourceFrench (Bailly abrégé)
adv.
gaîment, joyeusement.
Étymologie: ἱλαρός.
Russian (Dvoretsky)
ἱλᾰρῶς: весело, радостно (τὸν θάνατον προσδέχεσθαι Xen.; ἡδέως ζῆν καὶ ἱ. Plut.).