καθαμέριος

From LSJ
Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθᾱμέριος -α -ον Dor. voor καθημέριος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾱμέριος: дор. = καθημέριος.