κακοπαθητικός

Revision as of 22:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A miserable, Arist.EE 1221a31.

German (Pape)

[Seite 1301] ή, όν, dass., Arist. Eth. Eud. 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κακοπαθητικός: -ή, -όν, ἄθλιος, ἐλεεινός, δυστυχής, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 2. 3, 8.

Greek Monolingual

κακοπαθητικός, -ή, -όν (Α) κακοπαθώ
δυστυχής, άθλιος, κακόμοιρος.

Russian (Dvoretsky)

κακοπαθητικός: страдальческий (ταλαίπωρος καὶ κ. Arst.).