κακοπαθώ
Greek Monolingual
και κακοπαθαίνω (AM κακοπαθῶ, -έω, Μ και κακοπαθαίνω) κακοπαθής
(αμτβ.) πάσχω, υποφέρω, υφίσταμαι συμφορές, ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι, υποβάλλομαι σε δοκιμασίες («κακοπαθεῖν μὲν πολλάκις, αναπαύσασθαι δὲ μηδέποτε», Λυσ.)
νεοελλ.
1. δυστυχώ, περνώ άθλια ζωή, βρίσκομαι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση («αυτός σπαταλά σε διασκεδάσεις και η οικογένειά του κακοπαθεί»)
2. (για γλώσσα, επιστήμη, τέχνη κ.λπ.) υφίσταμαι κακή χρήση, κακοποιούμαι («η γραμματική κακοπαθεί από τις εφημερίδες»)
νεοελλ.-μσν.
(συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) κακοπαθημένος και κακοπαθιασμένος (Μ και κακοπαθισμένος), -η, -ο
ταλαιπωρημένος, βασανισμένος, τυραννισμένος, εξαντλημένος, άρρωστος από πολλά σωματικά και ψυχικά βάσανα.
μσν.
(μτβ.)
1. υπομένω, ανέχομαι («τὸν ἥλιο ἐκακοπάθουν», Λίβ. και Ρόδ.)
2. υποφέρω, περνώ βάσανα (α. «τοὺς πόνους, ὅσους ἐκακοπάθησε», Λίβ. και Ρόδ.
β. «πόσα ἐκακοπάθησεν, ὥστε νὰ τὴν κερδέσει», Λίβ. και Ρόδ.).