Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
κατακάρφομαι: Παθ., ξεραίνομαι, πέφτω κάτω ξερός, σε Αισχύλ.
κατακάρφομαι: засыхать, увядать: φυλλάδος ἤδη κατακαρφομένης Aesch. когда листва (древа жизни) уже увяла.